κεφαλαιούχος

κεφαλαιούχος
ο, η
κάτοχος χρηματικού κεφαλαίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιούχος — ο, η ο κάτοχος κεφαλαίου, ο κεφαλαιοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. διπλωματ ούχος, πολι ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν νομοτεχνικόν ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

  • υπεραξία — Η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός οικονομικού αγαθού και της αμοιβής της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατά τον Μαρξ (που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά), η κεφαλαιοκρατική οργάνωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”